Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαϊδούλης — ο ο πολύ χαϊδεμένος: Είναι μικρούλης και χαϊδούλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαϊδούλης — ο, Ν παραχαϊδεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάιδι / χάδι + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. φτωχ ούλης)] … Dictionary of Greek